Σύντομη Ιστορία της Σύρου
Η Σύρος γεννήθηκε ιστορικά κάπου στην τρίτη χιλιετία π.Χ. Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας έχουν εντοπιστεί στη ΒΑ πλευρά του νησιού στη Χαλανδριανή (τάφους και κτερίσματα), και στο Καστρί,(οχυρωμένος οικισμός) στο γειτονικό ύψωμα.
Η πρώτη ιστορική αναφορά γίνεται από τον Όμηρο που την αναφέρει ως «Συρίη» και την αποκαλούσε από τότε ως «δίπολις», δηλαδή είχε δύο πόλεις: την Ποσειδωνία και τη Φοινική. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν Φοίνικες, εξ ου και το όνομα Σύρος που προέρχεται από την «Ουσύρα» (ευτυχής) ή το «Συρ» (βράχος).
Κατά τα κλασικά χρόνια (5ος - 4ος αι. π.Χ.) η Σύρος παρέμεινε στη σκιά της γειτονικής Δήλου, είχε όμως ανεξάρτητο πολίτευμα στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Το τέλος του αρχαίου κόσμου και η πειρατεία του Αιγαίου, έριξε τις Κυκλάδες στην αφάνεια. Όμως ποτέ το νησί δεν εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, η Σύρος, όπως και τα υπόλοιπα νησιά κυριεύεται από Λατίνους και υπάγεται στο Δουκάτο της Νάξου που ίδρυσε ο Μάρκος Σανούδος.
Την περίοδο αυτή οικίστηκε η Άνω Σύρος, και μάλλον τότε η τοπική κοινότητα ασπάστηκε το καθολικό δόγμα.
Το 1537 η Σύρος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Όμως οι διομολογήσεις του 1535 μεταξύ Γαλλίας και Πύλης, έθεσαν τους καθολικούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό γαλλική προστασία. Αυτό ευνόησε τη Σύρο που μέσα από αυτή τη προστασία-ουδετερότητα μπόρεσε να βιώσει πολύ ελαφριά το τουρκικό ζυγό και να αναπτυχθεί οικονομικά. Μοναστήρια Καπουτσίνων και Ιησουιτών ιδρύθηκαν τότε στο νησί.
Έτσι, όταν άρχισαν οι διωγμοί των Ελλήνων με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, πλήθος προσφύγων από τη Σμύρνη, τις Κυδωνιές, τη Χίο, τη Μικρά Ασία κατέκλυσαν τη Σύρο αξιοποιώντας τη σιωπηρή ουδετερότητα του νησιού. Ελάχιστες οικοδομές υπήρχαν στο λιμάνι, όταν έφτασαν οι πρώτοι πρόσφυγες
Οταν πια το ελληνικό κράτος έγινε πραγματικότητα, η Ερμούπολη έγινε το μεγαλύτερο βιομηχανικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο της τότε Ελλάδας, που σφράγισε με την παρουσία της την οικονομική ιστορία της Ελλάδας για ένα σχεδόν αιώνα, η πόλη που «εκ του μηδενός» ενσάρκωσε ένα ιστορικό θαύμα. Μέσα σε λίγα χρόνια η Ερμούπολη μετατράπηκε σε πρώτο λιμάνι της χώρας με έντονη καλλιτεχνική και πολιτιστική κίνηση. Για πολλές δεκαετίες υπήρξε το κέντρο του εμπορίου για όλη την Ελλάδα και τα παράλια της Μ. Ασίας.
Ταυτόχρονα υπήρξε έντονη βιομηχανική ανάπτυξη (Κλωστοϋφαντουργία, Ναυπηγεία και Βυρσοδεψία). Ιδρύθηκαν τράπεζες, ατμοπλοϊκές και ναυτιλιακές εταιρίες, ναυπηγεία, σωματεία, τυπογραφεία, κ.ά.
Όλη αυτή η οικονομική ευημερία οδήγησε στη δημιουργία ισχυρής αστικής τάξης και στην υιοθέτηση ενός “ευρωπαϊκού” τρόπου ζωής. Ο τρόπος ένδυσης και ο τρόπος διασκέδασης ήταν δυτικού τύπου.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Ερμούπολη βρισκόταν σε πλήρη ακμή με πληθυσμό 20.000 περίπου στα 1850.
Έντονη ήταν και η οικοδομική δραστηριότητα. Τα υπέροχα νεοκλασικά αρχοντικά, έδιναν την εντύπωση μιας ευρωπαϊκής πόλης στο κέντρο του Αιγαίου. Σημαντικοί αρχιτέκτονες, Βαυαροί, Ιταλοί και στη συνέχεια Έλληνες (Ziller, Sampo, Erlacher, Βλυσίδης, Ελευθεριάδης, κλπ.) αλλά και τεχνίτες, τοιχογράφοι και ζωγράφοι , επηρεασμένοι από τα ρεύματα του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού, δημιουργούν τον τύπο κτιρίων που σήμερα ονομάζουμε Νεοκλασική Αρχιτεκτονική της Ερμούπολης. Το Δημαρχείο, η Λέσχη "Ελλας", ο ναός του Αγίου Νικολάου, το θέατρο Απόλλων και τα αρχοντικά στη συνοικία Βαπόρια, είναι μερικά από τα δείγματα αυτής της αρχιτεκτονικής.
Κύριος παράγοντας η διακόσμηση των εξωτερικών όψεων. Παραστάδες με βάσεις και επίκρανα, επιστήλια και ταινίες με πλούσιο διάκοσμο, μαρμάρινα πλαίσια στα παράθυρα με γείσα, φουρούσια ή αετώματα. Οι είσοδοι τονίζονται με μνημειακά διακοσμημένα πλαίσια ή πρόπυλα. Τα φουρούσια γίνονται ανάγλυφα με σπείρες, φυτικά ή ζωικά θέματα, τρίαινες, κηρύκεια, και οι μπαλκονοποδιές διακοσμούνται με φατνώματα και ρόδακες. Πολλά κτίρια του τύπου αυτού χτίζονται σε όλη τη διάρκεια του 19ου αϊ. Αλλά και η νεοκλασική αρχιτεκτονική που διαμορφώθηκε στην Αθήνα, αποτέλεσε πρότυπο για τα κτίρια της Ερμούπολης.
Όμως από το τέλος του 19ου αιώνα η “Αρχόντισσα των Κυκλάδων” αρχίζει ν’ αποδυναμώνεται. Η παρακμή της άρχισε με το άνοιγμα του Ισθμού της Κορίνθου, με αποτέλεσμα την ανάδειξη άλλων εμπορικών κέντρων, όπως το λιμάνι του Πειραιά.
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 έστειλε στην πόλη το τελευταίο κύμα προσφύγων. Τότε χτίζεται ο προσφυγικός συνοικισμός του Ξηροκάμπου
Μετά τον Β! Παγκόσμιο πόλεμο τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν και η πόλη έχασε το 20% του πληθυσμού της, που πήρε τον δρόμο της μετανάστευσης, φθάνοντας το 1971 στο χαμηλότερο ιστο-ρικά όριο: 13.500 κάτοικοι.
Σήμερα, η αίγλη του παρελθόντος αντανακλάται στα σπουδαία αρχιτεκτονικά μνημεία των περασμένων αιώνων, αλλά και στις πλούσιες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται κάθε χρόνο το καλοκαίρι.